- ομβροδέκτης
- ο (Α ὀμβροδέκτης)δεξαμενή συγκέντρωσης βρόχινων νερών, στέρνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + δέκτης (< δέχομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όμβρος — (I) ο (ΑΜ ὄμβρος) βροχή, ιδίως ραγδαία, νεροποντή («ραγδαίος όμβρος έλουσε καταπληκτικώς την γην», Παπαδ.) μσν. (για υγρό) ροή αρχ. 1. θύελλα και τρικυμία, τυφώνας 2. το νερό ως στοιχείο («μήτε γῆ μήτ ὄμβρος ἱερός, μήτε φῶς», Σοφ.) 3. ροή άφθονου … Dictionary of Greek